Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γυπιάς — ( άδος), η (Α) βράχος που κατοικείται από γύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυψ + (επίθημα) ιαδ (πρβλ. ορεστιάς, ποντιάς)] … Dictionary of Greek
γυπιάς — vulture haunted fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)